- καρπογονίας
- καρπογονίᾱς , καρπογονίαproductivenessfem acc plκαρπογονίᾱς , καρπογονίαproductivenessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… … Dictionary of Greek